ὄρπηξ — ὄρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρπηξ — ὅρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρπακ' — ὅρπᾱκα , ὄρπηξ sapling masc acc sg (doric aeolic) ὅρπᾱκι , ὄρπηξ sapling masc dat sg (doric aeolic) ὅρπᾱκε , ὄρπηξ sapling masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης … Dictionary of Greek
ευόρπηξ — εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»] … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] … Dictionary of Greek
όρπαξ — (I) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος». (II) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ … Dictionary of Greek
ὀρπήκων — ὀρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρπήκεσσι — ὁρπή̱κεσσι , ὄρπηξ sapling masc dat pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)