όρπηξ

όρπηξ
ὄρπηξ, -ηκος, ὁ (ΑΜ, Α αττ. τ. ὅρπηξ, αιολ. και δωρ. τ. ὄρπαξ)
1. νεαρός βλαστός, κλωνάρι ή μικρό δένδρο
2. μτφ. απόγονος
αρχ.
1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από νεαρούς βλαστούς ή από μικρά δέντρα, όπως λ.χ. είναι η βουκέντρα
2. λόγχη, δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ᾱξ (πρβλ. οίαξ). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το ρ. ἕρπω μέσω αμάρτυρου τ. *όρπος και έχει τη σημ. «νεαρός βλαστός που έρπει, που γλιστράει στην προσπάθειά του να αντικρύσει τον ήλιο». Κατ' άλλους, ο τ. πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια τού λατ. sarpo «κλαδεύω, αρπάζω» (πρβλ. άρπη «δρέπανο»), άποψη όμως που προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες. Η αναγωγή, τέλος, τού τ. σε ΙΕ ρίζα *ser- «αιχμηρό κλαδί» δεν φαίνεται πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄρπηξ — ὄρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρπηξ — ὅρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρπακ' — ὅρπᾱκα , ὄρπηξ sapling masc acc sg (doric aeolic) ὅρπᾱκι , ὄρπηξ sapling masc dat sg (doric aeolic) ὅρπᾱκε , ὄρπηξ sapling masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης …   Dictionary of Greek

  • ευόρπηξ — εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»] …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • όρπαξ — (I) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος». (II) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ …   Dictionary of Greek

  • ὀρπήκων — ὀρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρπήκεσσι — ὁρπή̱κεσσι , ὄρπηξ sapling masc dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”